Τρίτη 5 Ιουλίου 2011


Ο ρόλος της συνεχούς εκπαίδευσης στους Νοσηλευτές
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Νοσηλευτική για να είναι ανταγωνιστική και να είναι σε θέση να προσφέρει υψηλής ποιότητας νοσηλευτική φροντίδα που είναι η απαίτηση των καιρών αλλά και επιδίωξη και επιθυμία του ίδιου του νοσηλευτικού προσωπικού, πρέπει να προσαρμοστεί στις εξελίξεις και αλλαγές του περιβάλλοντός της. Πρέπει παράλληλα στο πλαίσιο αυτής της λογικής να ικανοποιηθεί η προσωπική ανάγκη των νοσηλευτών για ανανέωση και αναδόμηση της επαγγελματικής τους κατάρτισης που να στηρίζεται σε σύγχρονες μεθόδους νοσηλευτικής εργασίας. Φαίνεται ότι ο θεσμός της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης αποσκοπεί και επιτυγχάνει την ανάπτυξη του νοσηλευτικού προσωπικού – ατομική και επαγγελματική, έτσι ώστε αυτό να είναι σε θέση να παρέχει ποιοτική νοσηλευτική φροντίδα (Morris και Turnbull, 2004).
Αναγνωρίζεται σήμερα ότι οι αλλαγές στο χώρος της Υγείας, οι τεχνολογικές εξελίξεις, η ραγδαία εξέλιξη των επιστημών, η συσσώρευση νέων πληροφοριών και η καινούργια γνώση στη διαδικασία της μάθησης καθιστούν την συνεχιζόμενη εκπαίδευση στο χώρο της Νοσηλευτικής σημαντική αλλά και επιτακτική ανάγκη. (Παπαδημητρίου και συνεργάτες, 2003). Παρά την αύξηση της διάρκειας της πρωτοβάθμιας, της δευτεροβάθμιας και της ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης, η γνώση και οι δεξιότητες που αποκτούνται δεν είναι συνήθως επαρκείς για μια επαγγελματική σταδιοδρομία που θα διαρκέσει τρεις έως τέσσερις δεκαετίες.
Γι’ αυτό και ο θεσμός της Συνεχιζόμενης Εκπαίδευσης που αναπτύχθηκε και εδραιώθηκε στο Δυτικό Κόσμο τις τελευταίες δεκαετείες είχε ως βάση και αφετηρία τη ‘δια βίου μάθηση’ που είχε αναπτύξει και προβάλει στην αρχαία Ελλάδα ο φιλόσοφος Σωκράτης και η οποία αντανακλάται στη φράση του ‘γηράσκω αεί διδασκόμενος.
Αναγνωρίζεται σήμερα πως η απόκτηση αναβαθμισμένων και επαρκών γνώσεων σημαίνει αναπόφευκτα απόκτηση δύναμης, καταξίωσης, κύρους και αποδεκτής δημόσιας εικόνας, και αυτά μπορούν να εξασφαλιστούν σε μεγάλο βαθμό από την εφαρμογή του θεσμού της συνεχιζόμενης Εκπαίδευσης στη Νοσηλευτική.
Η αναγνώριση της σημασίας που έχει η εφαρμογή του θεσμού της Συνεχιζόμενης Εκπαίδευσης χρειάζεται εμπειρικές και επιστημονικές αποδείξεις. Μελέτες άρχισαν να διεξάγονται σε διάφορες Ευρωπαϊκές χώρες και στις Ηνωμένες Πολιτείες συμφωνούν μεταξύ τους ότι η Συνεχιζόμενη Εκπαίδευση, όταν διεξάγεται και εφαρμόζεται σύμφωνα με ορισμένες αρχές είναι αποτελεσματική και προσκομίζει ουσιαστικά οφέλη στη Νοσηλευτική και στο νοσηλευτικό προσωπικό (Myer and Elliot, 1999).
1. ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ-Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΕΧΟΥΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ (Σ.Ν.Ε)

1.1 Αναγκαιότητα για Συνεχή Εκπαίδευση (Σ.Ε.)
Η Συνεχής Εκπαίδευση (Σ.Ε.) είναι μια συναρπαστική πρόκληση όχι μόνο για τον επιστήμονα – επαγγελματία, αλλά και για τον εργαζόμενο στις μικρές ή μεγάλες επιχειρήσεις, που καλείται να υιοθετήσει την άποψη ότι η μάθηση είναι εφ’ όρου ζωής ανάγκη.
Έτσι η ύπαρξη προγραμμάτων Συνεχούς Εκπαίδευσης αποτελεί περισσότερο από ποτέ μια αναγκαιότητα για την διασφάλιση και πιστοποίηση της ικανότητας και της αποτελεσματικότητας του νοσηλευτικού προσωπικού, η οποία έχει γίνει αποδεκτή σαν ανθρώπινο δικαίωμα και κοινωνική ανάγκη (Λανάρα, 1997).
Η σπουδαιότητα της Σ.Ε. για τους Νοσηλευτές έχει επανειλημμένα τονιστεί διεθνώς , μέσα από τη σχετική βιβλιογραφία, και αναγνωρίζεται από διάφορους επαγγελματικούς συνδέσμους (ANA, AACN, ENB). Το βασικό επιχείρημα είναι ότι ο Νοσηλευτής θα πρέπει όχι μόνο να διαθέτει επαρκείς γνώσεις και δεξιότητες όταν εισέλθει στο επάγγελμα, αλλά και να διατηρεί αυτή την επάρκεια και κατά την επαγγελματική του σταδιοδρομία. Ο κάθε Νοσηλευτής τονίζεται ότι θα πρέπει να κατανοεί την ανάγκη να εκσυγχρονίζει και να επεκτείνει τις γνώσεις και τις δεξιότητες του, και επίσης να είναι σε θέση να εκτιμήσει τις προσωπικές του μαθησιακές και γνωστικές ανάγκες (Ferguson 1994,).
Εξάλλου η μάθηση δεν είναι μόνο η απλή απορρόφηση πληροφοριών, γεγονότων και θεωριών, αλλά και η ανάπτυξη του κριτικού τρόπου σκέψης, ώστε να αντιμετωπίζουμε την υπεραφθονία των πληροφοριών που μας κατακλύζουν (Διοικητικό Συμβούλιο ΠΑΣΥΝΜ, 2007) . Με την προοπτική της βελτίωσης της ποιότητας της παρεχόμενης φροντίδας και της ασφάλειας των ασθενών επιβάλλεται όλοι οι Νοσηλευτές να συμμετέχουν ενεργά στην ανάπτυξη της γνώσης και της Νοσηλευτικής πρακτικής, συμμετέχοντας στα προγράμματα Σ.Ε. είτε σε εθελοντική βάση είτε σε υπηρεσιακή.
1.2 Συνεχής Εκπαίδευση - Επιμόρφωση
Ο όρος Συνεχιζόμενη Εκπαίδευση (Σ.Ε.) και της Συνεχιζόμενης Νοσηλευτικής Εκπαίδευσης (Σ.Ν.Ε.), δηλώνει μια διαρκή και ατέλειωτη θητεία στη μάθηση και αναφέρεται στην προσπάθεια που καταβάλλεται από διάφορούς φορείς αλλά και από το ίδιο το άτομο, για απόκτηση νέων γνώσεων, πέρα από τις αποκτηθείσες μέσω της βασικής εκπαίδευσης. Πρόκειται για μια διαδικασία που ξεκινά μετά το τέλος των σπουδών και διαρκεί για όλη τη ζωή του ατόμου (Λανάρα, 1997).
Η Συμβουλευτική Επιτροπή για την Εκπαίδευση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καθόρισε τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση ως μέσο διατήρησης και εκσυγχρονισμού της νοσηλευτικής γνώσης και των δεξιοτεχνιών καθ’ όλο το διάστημα της επαγγελματικής ζωής. Αρχίζει με τη συμπλήρωση των προπτυχιακών νοσηλευτικών σπουδών και δεν οδηγεί σε επίσημο δίπλωμα. Είναι η “ διαρκής ανανέωση των γνώσεων που έχει αφετηρία τη λήψη του βασικού πτυχίου και επεκτείνεται σε όλη τη διάρκεια της ζωής, με απώτερο σκοπό τη βελτίωση της ολιστικής και εξατομικευμένης φροντίδας του ασθενούς. Στηρίζεται κυρίως σε οργανωμένες εκπαιδευτικές δραστηριότητες ακαδημαϊκού ή μη χαρακτήρα, ενώ παράλληλα δεν περιορίζει και την ανάπτυξη της ατομικής πρωτοβουλίας” (Λανάρα, 1995).
Το Διεθνές Συμβούλιο Νοσηλευτικής (ICN, 2006) αναφέρεται στις εκπαιδευτικές δραστηριότητες τις οποίες ο λειτουργός υγείας αναλαμβάνει μετά το τέλος της βασικής επαγγελματικής κατάρτισης, οι οποίες επεκτείνονται μέχρι το τέλος της επαγγελματικής του καριέρας και στοχεύουν στην προσφορά αναβαθμισμένης και ποιοτικής φροντίδας, καθώς επίσης και την ικανοποίηση των επαγγελματικών του στόχων.
Ο Σύνδεσμος Αμερικανών Νοσηλευτών – American Nurses Association (ANA, 2000.) ορίζει τη Συνεχιζόμενη Εκπαίδευση ως μια διαδικασία η οποία συνιστάται από “συστηματικές επαγγελματικές μαθησιακές δραστηριότητες σχεδιασμένες να αυξήσουν τη γνώση, δεξιότητες και στάσεις του νοσηλευτικού προσωπικού και ως εκ τούτου να εμπλουτίσουν τη συνεισφορά του στην ποιότητα της φροντίδας υγείας και την επίτευξη των στόχων της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας.”
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Π.Ο.Υ.), ο περισσότερο αναγνωρισμένος ορισμός της Σ.Ν.Ε., πρόκειται για εκπαίδευση την οποία ο λειτουργός υγείας αναλαμβάνει μετά το τέλος της βασικής επαγγελματικής κατάρτισης ή οποιασδήποτε πρόσθετης προηγμένης εκπαίδευσης, γενικής ή ειδικότητας, για βελτίωση της ικανότητας εφαρμογής και όχι για απόκτηση νέου διπλώματος ή άδειας άσκησης επαγγέλματος (Euro Reports and Studies 1980).

1.3 Δια Βίου Εκπαίδευση και Νοσηλευτική Ανάπτυξη
Η Νοσηλευτική επαγγελματική ανάπτυξη είναι η “δια βίου διεργασία της ενεργητικής συμμετοχής των νοσηλευτών/ νοσηλευτριών σε μαθησιακές δραστηριότητες οι οποίες βοηθούν στην ανάπτυξη και συντήρηση των ικανοτήτων τους, εμπλουτίζουν την επαγγελματική τους πρακτική και υποστηρίζουν την επίτευξη των στόχων της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας” (American Nurses Association, 2000). Ο εμπλουτισμός και η διεύρυνση της αποκτηθείσας γνώσης, με άλλα λόγια η συνεχής ή δια βίου μάθηση, αποτελεί το βασικό συστατικό στη βελτίωση και ανάπτυξη της Νοσηλευτικής.
Η ανάπτυξη του προσωπικού, η ακαδημαϊκή και η συνεχιζόμενη εκπαίδευση είναι όλα μέρη της νοσηλευτικής επαγγελματικής ανάπτυξης και το καθένα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο επειδή μέσα απ’ αυτά το νοσηλευτικό προσωπικό αποκτά γνώσεις και αυτοπεποίθηση για παροχή ποιοτικής νοσηλευτικής φροντίδας. Η Academy of Medical – Surgical Nurses (AMSN) στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει δεσμευτεί να παρέχει συνεχιζόμενη εκπαίδευση στο νοσηλευτικό προσωπικό σε όσο το δυνατόν περισσότερες μορφές (Russell, 2004).
1.4 Θεσμική υιοθέτηση της Σ.Ν.Ε από τα διάφορα επαγγελματικά σώματα
Η διάρκεια της νοσηλευτικής γνώσης κυμαίνεται από 2 έως 5 χρόνια (Ferrell, 1998) γεγονός που φανερώνει την ανάγκη γοργού ρυθμού απόκτησης νέας γνώσης ώστε να μπορεί ο επαγγελματίας να ανταπεξέλθει στις σύγχρονες εξελίξεις στο χώρο της υγείας.
Ο Α.Ν.Α (Α.Ν.Α.2000) τοποθετεί την ιδέα μέσα στα πρότυπα πρακτικής για την επαγγελματική ανάπτυξη. Τα πρότυπα τονίζουν την ευθύνη των νοσηλευτών για τη δια βίου μάθηση, διατηρώντας και βελτιώνοντας έτσι την επαγγελματική τους επάρκεια, αλλά και τις επαγγελματικές του γνώσεις και δεξιότητες. Παρόμοιες απόψεις υιοθετεί και ο Βρετανικός Σύνδεσμος Νοσηλευτών (UKCC, 1992). Το σημαντικό είναι ότι και οι δύο σύνδεσμοι δίνουν έμφαση στην υποχρεωτική παρά στην εθελοντική συμμετοχή σε προγράμματα Σ.Ε. και έχουν σχεδιάσει προγράμματα δια βίου εκπαίδευσης για τους επαγγελματίες νοσηλευτές.
Το συμβούλιο Νοσηλευτική και Μαιευτικής στην Αγγλία (2004) έχει εισάξει το θεσμό τη μετα-εκπαιδευτικής εγγραφής και πρακτικής (PREP-Post-Registration Education and Practice) στο μητρώο.
Οι οδηγίες του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου και συμβουλίου (2005) τονίζουν την ιδιαίτερη σημασία της δια βίου μάθησης ενισχύοντας έτσι την σπουδαιότητα της Σ.Ν.Ε. και εναποθέτουν την ευθύνη στα κράτη μέλη να αποφασίσουν τους όρους με τους οποίους οι επαγγελματίες υγείας θα ενημερώνονται για την τεχνολογική και επιστημονική πρόοδο, για χάρη της Σ.Ε.
1.5 Σκοποί της Σ.Ν.Ε.
Η Σ.Ν.Ε. είναι ηθική υποχρέωση και ευθύνη κάθε επαγγελματία που προσφέρει φροντίδα. Σκοπός της Σ.Ν.Ε. είναι να κτίσει επάνω στην βασική εκπαίδευση και εμπειρικές βάσεις του νοσηλευτικού προσωπικού για να προάγει την κλινική, διοικητική, διδακτική, και ερευνητική γνώση και δεξιότητες για την βελτίωση της δημόσιας υγείας (Σουρτζή, 2001).
Ο πρωταρχικός φυσικά σκοπός της Σ.Ν.Ε. στη νοσηλευτική είναι η βελτίωση της παρεχόμενης φροντίδας του ασθενούς.
Στόχος και επιδίωξη της επιμόρφωσης στο νοσηλευτικό χώρο είναι βέβαια και η προσωπική και επαγγελματική ανάπτυξη των νοσηλευτών, αλλά κυρίως η ενημέρωση τους επί των νέων εξελίξεων στα θέματα υγείας, πρόληψης της νόσου, διάγνωσης, νοσηλείας, θεραπείας και αποκατάστασης των ασθενών για βελτίωση της παρεχόμενης νοσηλευτικής φροντίδας.
Η Σ.Ν.Ε. με επίκεντρο πάντα τον άρρωστο, με σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ζωή, κατά την εφαρμογή πράξεων, μεθόδων και τεχνικών αποσκοπεί στα παρακάτω (Hardcastle, 2004).
 Στην ανατροφοδότηση των γενικών αλλά και των ειδικών προσδιορισμένων γνώσεων με την προσθήκη νέων.
 Στην αναθεώρηση και τροποποίηση παλαιοτέρων γνώσεων.
 Στην καλλιέργεια της δεξιότητας και στην εφαρμογή των νοσηλευτικών πράξεων.
 Στην αλλαγή της στάσης και της συμπεριφοράς του νοσηλευτή, με προσαρμογή στις συνεχώς μεταβαλλόμενες κοινωνικές αντιλήψεις.
 Στην προαγωγή της πρακτικής της εκπαίδευσης, της διοίκησης, της έρευνας, και της θεωρίας, για την ανάπτυξη και τη βελτίωση της δημόσιας υγείας.
 Στην συνειδητοποίηση των εκπαιδευόμενων νοσηλευτών ότι αποτελούν μέρος ενός μεγαλύτερου συστήματος εκπαίδευσης της υγείας και ότι θα πρέπει να κατανοούν τον τρόπο που αυτό επιδρά στην άσκηση του επαγγέλματος και στην παροχή φροντίδας.
Τέλος η διαδικασία της Σ.Ν.Ε. φαίνεται να συνδέεται με λιγότερη ανάγκη για συνεχή επίβλεψη, λιγότερα ατυχήματα, μεγαλύτερη εργασιακή ικανοποίηση και μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα σε νέες μεθόδους (Καραγιάννης, 2005).
1.6 Μορφές της Σ.Ν.Ε.
Η Σ.Ν.Ε. διακρίνεται στις εξής κατηγορίες:
1.6.1 Υποχρεωτική Συνεχιζόμενη Εκπαίδευση
Ο όρος αυτός αναφέρεται στη διαδικασία της επίσημης υποχρεωτικής Συνεχιζόμενης Εκπαίδευσης (Russell, 2004, Prater and Neatherin, 2001) και μπορεί να χωριστεί στην:
 Ενδοϋπηρεσιακή και
 Στην εκπαίδευση που προσφέρεται εκτός υπηρεσίας

1.6.2 Εθελοντική Συνεχιζόμενη Νοσηλευτική Εκπαίδευση
Η Εθελοντική Σ.Ν.Ε., διαμορφώνεται με την ελεύθερη βούληση του κάθε ατόμου, κατευθύνεται από εσωτερικές δυνάμεις και τροποποιείται από την επίδραση εξωτερικών ερεθισμάτων και ευκαιριών. Εθελοντική Σ.Ν.Ε. σημαίνει ότι ο εκπαιδευόμενος δεν είναι υποχρεωμένος από την πολιτεία να συμμετέχει σε προγράμματα Σ.Ν.Ε. προκειμένου να διατηρήσει την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος και τα επαγγελματικά του δικαιώματα.
Πηγές ενημέρωσης αποτελούν επιστημονικά συγγράμματα και περιοδικά, το διαδίκτυο (Internet), διάφορα οπτικοακουστικά μέσα, η ανταλλαγή απόψεων και γνώσεων με ειδικούς, η εκπόνηση εργασιών, η συνεργασία μέσα σε επιτροπές, και η συμμετοχή σε εκπαιδευτικές ομάδες (Μαρκάκη, 2001).
1.6.3 Ενεργός Νοσηλευτική Συμμετοχή
Ο όρος αυτός περιλαμβάνει καθοδήγηση αλλά και ενεργητική συμμετοχή των νοσηλευτών στον προγραμματισμό της Συνεχιζόμενης Εκπαίδευσης, και ιδιαίτερα συμμετοχή στη διδασκαλία μάθησης. Οι συμμετέχοντες νοσηλευτές αρθρώνουν λόγο και μεταδίδουν τις γνώσεις και τις κλινικές τους εμπειρίες στη διάρκεια της διδασκαλίας και τις μοιράζονται τόσο με το δάσκαλο τους όσο και τους συναδέλφους τους. Η μάθηση δε στηρίζεται αποκλειστικά στην παραδοσιακή μηχανική μετάδοση γνώσης από το δάσκαλο ή τον υπεύθυνο του προγράμματος συνεχιζόμενης εκπαίδευσης. Η ενεργός συμμετοχή σχεδιάζεται για να βοηθήσει στην ανάπτυξη και στην απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων σε τομείς που αυτοί δεν έχουν επαρκείς γνώσεις, ιδιαίτερα σε αρχάριους νοσηλευτές αλλά και σε έμπειρους. (Pridham και συνεργάτες, 2006,).
2. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ
Διάφορες πρόσφατες μελέτες έχουν γίνει έχοντας ως σκοπό και στόχο να διερευνήσουν και να εκτιμήσουν τον ρόλο της Σ.Ν.Ε. στη Νοσηλευτική. Η παρουσίαση μας περιλαμβάνει ταξινόμηση-ομαδοποίηση των δεδομένων, ευρημάτων και συμπερασμάτων ορισμένων ερευνών, σε θεματικές ενότητες με βάση α) την αποτελεσματικότητα της Σ.Ν.Ε. στο νοσηλευτικό προσωπικό και βελτίωση της κλινικής πρακτικής, β) στα οφέλη από τη Σ.Ε. και προσωπική ανάπτυξη, και γ) το περιεχόμενο των προγραμμάτων της Σ.Ε.
2.3.1 Αποτελεσματικότητα της Συνεχούς Εκπαίδευσης του Νοσηλευτικού προσωπικού και βελτίωση της κλινικής πρακτικής
Η αποτελεσματικότητα είναι μια έννοια που μπορεί να μετρηθεί στη βάση συγκεκριμένων διαστάσεων και με την χρήση συγκεκριμένων προσεγγίσεων (Pridham και συνεργάτες, 2006). Τέτοια μέτρα αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης, ανάμεσα σε πολλά άλλα, είναι η βελτίωση της κλινικής πρακτικής και το αίσθημα ικανοποίησης των ίδιων των νοσηλευτών/ νοσηλευτριών που συμμετέχουν σε προγράμματα συνεχούς εκπαίδευσης, τα οποία συνδυαζόμενα με τις γνώσεις που έχουν αποκτηθεί, τις τεχνικές δεξιότητες που έχουν αναπτυχθεί, την αλλαγή των στάσεων, την ικανοποίηση συγκεκριμένων αναγκών των νοσηλευτών, τη μεταφορά και αξιοποίηση των γνώσεων και δεξιοτήτων που αποκτήθηκαν στον κλινικό χώρο, συμβάλλουν στην ανάπτυξη της νοσηλευτικής πρακτικής και στην αναβάθμιση της ποιότητας της παρεχόμενης νοσηλευτικής φροντίδας ( Hardcastle, 2004).
Η πρόσφατη μελέτη της Pridham και συνεργατών (2006) στο Wisconsin των Ηνωμένων Πολιτειών, έδειξε ότι η αποτελεσματικότητα της Σ.Ν.Ε. μέσω ενός προγράμματος συνεχούς εκπαίδευσης που εφάρμοσαν για την εκπαίδευση μιας ομάδας νοσηλευτριών εργαζομένων σε νοσοκομεία και στον τομέα της δημόσιας υγείας αποδεικτικέ σημαντική. Η αποτελεσματικότητα του προγράμματος, διαπιστώθηκε από το ότι οι νοσηλεύτριες που συμμετείχαν στο πρόγραμμα δήλωσαν ότι ένιωσαν σημαντική προσωπική ικανοποίηση, ότι το πρόγραμμα συνέβαλε στην βελτίωση της κλινικής πρακτικής, στην επαγγελματική ανάπτυξή τους, και στις σχέσεις συνεργασίας με τους συναδέλφους τους.
Το πρόγραμμα αυτό σχεδιάστηκε από τους ερευνητές με στόχο να ενδυναμώσει την στήριξη μιας ομάδας μητέρων (122) για να αποκτήσουν επαρκείς και αποτελεσματικές ικανότητες στη φροντίδα των πρόωρων με χαμηλό βάρος νεογέννητων βρεφών τους.
Ουσιαστικό συστατικό, της μετάδοσης γνώσεων και δεξιοτήτων, ήταν η εφαρμογή της μαθησιακής - διδακτικής προσέγγισης της “υποστηρικτικής συμμετοχής”, προσέγγιση που οι κλινικές εμπειρίες των νοσηλευτριών αξιοποιούνταν στην περίοδο της διδασκαλίας και της μάθησης. Οι μαθητευόμενες συμμετείχαν ενεργά στην μαθησιακή διδασκαλία και στην κλασσική μηχανική μετάδοση γνώσεων από τους υπεύθυνους διδάσκοντες. Ακολούθως οι νοσηλεύτριες χρησιμοποίησαν την διδακτική προσέγγιση της “υποστηρικτικής συμμετοχής” κατά την περίοδο της στήριξης των μητέρων των παιδιών με ειδικά προβλήματα έτσι ώστε αυτές να αποκτήσουν τις απαραίτητες δεξιότητες στη φροντίδα των παιδιών τους.
Σε παρόμοια αποτελέσματα, ευρήματα και συμπεράσματα για την αποτελεσματικότητα και τη αξία της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης, κατέληξε και η έρευνα της Ηardcastle, (2004) στη Νέα Ζηλανδία, η οποία είχε σκοπό να διερευνήσει τη σχέση ανάμεσα στην εμπειρία 88 νοσηλευτών που εργάζονταν σε μονάδες εντατικής θεραπείας και στην αποτελεσματικότητα της εκπαίδευσης. Συγκεκριμένα, η ποιοτική αυτή μελέτη είχε διαπιστώσει ότι η συνεχής εκπαίδευση - επιμόρφωση δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική για το νοσηλευτικό προσωπικό (προσωπικό σε μονάδες εντατικής φροντίδας) εάν δε διευκολύνει τις ατομικές μαθησιακές ανάγκες και την προσωπική πρακτική ανάπτυξη. Πολλοί συμμετέχοντες νοσηλευτές/ νοσηλεύτριες από τους 88 νοσηλευτές - νοσηλεύτριες που συμμετείχαν στην μελέτη αντιλαμβάνονται την ‘αποτελεσματική’ συνεχή εκπαίδευση ως μέσο προαγωγής, και ανάπτυξης της προσωπικής και επαγγελματικής τους ικανότητας.
Αρκετοί νοσηλευτές/ νοσηλεύτριες περιέγραψαν την αποτελεσματική επιμόρφωση ως μια διαδικασία, η οποία επηρεάζει την ποιότητα της νοσηλευτικής πρακτικής, υπό την έννοια ότι αυτοί αισθάνονται ότι η αποτελεσματική επιμόρφωση αυξάνει ή ενισχύει την ικανότητα τους να παρέχουν υψηλής ποιότητας νοσηλευτική φροντίδα.
Αποτελεσματική συνεχής εκπαίδευση είναι εκείνη που ικανοποιεί τις ουσιαστικές ανάγκες του νοσηλευτικού προσωπικού, και την ανάγκη για προσωπική ανάπτυξη αυτοπεποίθησης.
Η ενδυνάμωση των κλινικών δεξιοτήτων και η απόκτηση ειδικών γνώσεων μέσα από το πρόγραμμα, τους καθιστούν ικανούς να εφαρμόσουν τη μάθηση αυτή στη νοσηλευτική πρακτική, και να την συνδέουν με την θεωρία, με απώτερο σκοπό την παροχή ποιοτικής φροντίδας υγείας. Η ποιοτική αυτή μελέτη, η οποία χρησιμοποίησε την μέθοδο της φαινομενολογίας.
Διάφορες άλλες σημαντικές μελέτες (Myer and Elliot,1999, Chοι et al. 2005), διαπίστωσαν επίσης ότι η συμμετοχή νοσηλευτριών σε προγράμματα συνεχούς εκπαίδευσης - είτε από επαγγελματική υπευθυνότητα είτε από προσωπικό ενδιαφέρον - ενδυναμώνει και εμπλουτίζει την επαγγελματική τους γνώση, οδηγούν σε απόκτηση δεξιοτήτων που τις καθιστούν ικανές να ικανοποιήσουν τις παρούσες και μελλοντικές ανάγκες των ασθενών και προσφέρουν στο κλινικό χώρο όπου εργάζονται υψηλής ποιότητας νοσηλευτική φροντίδα.
Στην ποσοτική έρευνα των choi et al. (2005) που έγινε στο Hong Kong έλαβαν μέρος 260 νοσηλευτές, στους οποίους δόθηκε το ερωτηματολόγιο με τίτλο Learning needs of nurses in continuing education. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι νοσηλευτές είχαν ενεργό συμμετοχή στη Σ.Ε. σε εθελοντική βάση και φρόντιζαν να ενισχύουν τις κλινικές τους γνώσει και δεξιότητες για βελτίωση της κλινικής πρακτικής, και παροχή υψηλής ποιότητας νοσηλευτικής φροντίδας.
Η μελέτη της Παπαδημητρίου και συνεργατών (2003) στην Πάτρα (Ελλάδα) είχε σκοπό να “επιδιώξει να καταγράψει το status quo των μεταπτυχιακών προγραμμάτων στη Νοσηλευτική στην Ελλάδα και να διερευνήσει το βαθμό αναγκαιότητας της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης, ώστε να διαφανεί η εξέλιξη και η πρόοδος του νοσηλευτικού επαγγέλματος”.
Τα αποτελέσματα της ποσοτικής περιγραφικής αυτής μελέτης σε δείγμα από 204 φοιτητές της Νοσηλευτικής οι οποίοι φοιτούσαν στο ΑΕΙ Αθηνών και ΑΤΕΙ Αθήνας, Πάτρας και Λάρισας, ήταν τα ακόλουθα:
Διαφάνηκε η έντονη επιθυμία συμμετοχής των ερωτηθέντων σε προγράμματα συνεχιζόμενης εκπαίδευσης (76,47%).
Η ηθική ικανοποίηση αναδεικνύεται ως ο κυριότερος λόγος για την αναβάθμιση των σπουδών (40,20%) και σαν δεύτερος λόγος οι οικονομικές απολαβές (27,94%). Η συντριπτική πλειοψηφία των σπουδαστών (98,53%) πιστεύουν ότι με τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση θα αναβαθμιστεί το επίπεδο των γνώσεων τους. Η συνεχής εξελισσόμενη γνώση θεωρείται από τους τελειόφοιτους νοσηλευτές του δείγματος ο πλέον σημαντικός παράγοντας που σχετίζεται με την αναγκαιότητα της συνεχιζόμενης νοσηλευτικής εκπαίδευσης.
“Αισιόδοξο μήνυμα, που βγαίνει από την μελέτη αυτή, για τη Νοσηλευτική είναι ότι οι τελειόφοιτοι νοσηλευτές/ νοσηλεύτριες έχουν υψηλές προδιαγραφές και υψηλούς στόχους που αφορούν στην αναβάθμιση του νοσηλευτικού επαγγέλματος και την ανάγκη βελτίωσης της ποιοτικής ολιστικής φροντίδας για τον ασθενή”. (Παπαδημητρίου, 2003), και έχουν - διατηρούν θετική στάση απέναντι στην συνεχιζόμενη εκπαίδευση.
Μια άλλη αξιόλογη έρευνα των Παπαθανάσογλου και συν. (2005) έδειξε ότι στην πράξη, αν και αναγνωρίζουν τη σημασία και την αποτελεσματικότητα της Σ.Ν.Ε. δυστυχώς, οι ευκαιρίες για Σ.Ν.Ε. είναι πολύ λίγες. Πιο συγκεκριμένα, σε δείγμα 30 μονάδων εμφραγμάτων της Ελλάδας, μόνο το 27% του προσωπικού είχε ειδική εκπαίδευση πριν από την τοποθέτηση στο τμήμα, ενώ εκπαίδευση κατόπιν τοποθέτησης είχε μόνο το 30%. Επίσης, χαρακτηριστικό εύρημα είναι ότι στο 23,3% του δείγματος δε δόθηκε καμία ολιγοήμερη εκπαιδευτική άδεια για Σ.Ε. Τέτοια ευρήματα έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην εφαρμογή ποιοτικής νοσηλευτικής φροντίδας, αύξηση επιπλοκών στους ασθενείς και υποδηλώνουν υποβάθμιση της ίδιας της Σ.Ν.Ε. Η Σ.Ν.Ε. πρέπει να θεωρείται ως ελάχιστο προαπαιτούμενο για την παροχή ασφαλούς νοσηλευτικής φροντίδας και μη διαπραγματεύσιμος όρος της νοσηλευτικής υπηρεσίας και χρίζει εντατικοποίησης κάθε φορά που οι ανάγκες της Ν.Φ. αυξάνονται με στόχο την παροχή ποιοτικής κλινικής πρακτικής.
Σε πρόσφατη μελέτη που έγινε στη Κύπρο από τους Προδρόμου Χ. και συν (2006), σε 7 δημόσια νοσοκομεία της Κύπρου με δείγμα 1773 νοσηλευτές, με σκοπό τη διερεύνηση των στάσεων/απόψεων των νοσηλευτών σχετικά με το ρόλο του πυρήνα και των ομάδων προώθησης μάθησης καθώς και των αναγκών μάθησης των νοσηλευτών, έδειξε ότι οι νοσηλευτές αναγνωρίζουν τη σημασία της Σ.Ν.Ε. και το 86% του δείγματος υποστηρίζουν ότι η Σ.Ν.Ε. πρέπει να είναι υποχρεωτική για όλους και εθελοντική μόνο για συγκεκριμένες και εξειδικευμένες περιπτώσεις. Στην πλειοψηφία τους εκτιμούν το θεσμό και την αποτελεσματικότητα της Σ.Ν.Ε. και αισθάνονται ότι η νοσηλευτική υπηρεσία νοιάζεται για την επαγγελματική τους ανάπτυξη. Η συνεχής Ενδοϋπηρεσιακή νοσηλευτική εκπαίδευση κρίνεται ως αναγκαία στο κλινικό χώρο, για τη βελτίωση της κλινικής πρακτικής.
2.3.2 Οφέλη από τη Συνεχιζόμενη Εκπαίδευση και προσωπική ανάπτυξη
Διάφοροι θεωρητικοί αλλά και ερευνητές μέσα από τις μελέτες τους κατέγραψαν τα διάφορα οφέλη τα οποία η συνεχιζόμενη εκπαίδευση προσκομίζει στους νοσηλευτές/ νοσηλεύτριες που παρακολούθησαν ή συμμετείχαν σε προγράμματα συνεχιζόμενης εκπαίδευσης, όπως: Καλύτερη ποιότητα και παραγωγικότητα, λιγότερη απώλεια χρόνου για εκτέλεση μιας εργασίας, μεγαλύτερη εργασιακή ικανοποίηση, υψηλό ηθικό, λιγότερα ατυχήματα στον εργασιακό χώρο, μεγαλύτερη ασφάλεια εργασίας, μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα σε νέες μεθόδους, ενίσχυση της συνοχής της ομάδας, προσωπική και επαγγελματική ανάπτυξη, αύξηση γνώσης πρακτικών δεξιοτήτων και αλλαγή στάσεων και μεταφορά γνώσης στην πρακτική.
Ο Kremer (1996) στο Ισραήλ διερεύνησε τη σχέση ανάμεσα σε παράγοντες υποκίνησης στο εργασιακό χώρο και στα επαγγελματικά σχέδια νοσηλευτών για εργοδότηση κατά τα επόμενα 5 χρόνια στα δύο νοσοκομεία που αποτελούν το Hadassah Medical Organization. Νοσηλεύτριες που είχαν αίσθηση αυτονομίας απολάμβαναν την εργασία τους και βίωναν αίσθημα προσωπικής ανάπτυξης και κάποιο βαθμό επαγγελματικής ικανοποίησης, τα οποία συνδέονταν με παρακολούθηση προγραμμάτων συνεχούς εκπαίδευσης.
O Caranagh (1995) διερεύνησε ένα μοντέλο για τη θεωρητική σχέση ανάμεσα σε επιλεγμένες μεταβλητές και την επαγγελματική ικανοποίηση νοσηλευτικού προσωπικού που εργαζόταν σε νοσοκομεία. Διαπίστωσε θετική σχέση ανάμεσα στην συνεχιζόμενη εκπαίδευση και την επαγγελματική ικανοποίηση όπου η επαγγελματική ικανοποίηση ήταν εξαρτημένη μεταβλητή.
Ο Turner (1996) διερεύνησε τα οφέλη και τα κόστα της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης. Οι νοσηλεύτριες που συμμετείχαν στο πρόγραμμα – μελέτη, δήλωσαν ότι γι’ αυτές η προσωπική ικανοποίηση ήταν το μεγαλύτερο ωφέλημα, αφού η Σ.Ε συνέβαλε στην προσωπική τους ανάπτυξη που πήγαζε από την ικανοποίηση των εκπαιδευτικών αναγκών τους οι οποίες ήταν βασισμένες στην κλινική τους εμπειρία. Επίσης τα οφέλη που αποκόμισαν από τη μαθησιακή διαδικασία, και την αύξηση της γνώσης και των νέων τεχνικών, ήταν πολλαπλά.
Στη μελέτη τους οι Castiglia, Hunter και McCausland (1996) διαπίστωσαν ότι οι νοσηλεύτριες ήταν σημαντικά περισσότερο ικανοποιημένες από την εργασία τους και ήταν περισσότερο πιθανό να παραμείνουν στην ίδια εργασία, εάν ο οργανισμός που τις εργοδοτούσε θα προσέφερε αναβαθμισμένα προγράμματα συνεχιζόμενης εκπαίδευσης. Νοσηλεύτριες, οι οποίες δήλωσαν ικανοποίηση με τα προσφερόμενα προγράμματα μετεκπαίδευσης, έδειξαν ότι αισθάνονταν αυξημένη αίσθηση επιτευγμάτων και μεγαλύτερη ικανότητα να διατηρούν επαγγελματικά στάνταρτ.
Η συνεχιζόμενη εκπαίδευση είναι ένας τρόπος για το νοσηλευτικό προσωπικό να μάθει νέα πράγματα και αρχές και να εκτεθεί σε διαφορετικές εμπειρίες (Robertson και συνεργάτες, 1999). Στη ποσοτική περιγραφική μελέτη συσχέτισης που διεξήχθη σε 7 νοσοκομεία στο Nashville, Tennessee, με δείγμα από 110 νοσηλευτές διαπιστώθηκε ότι οι νοσηλευτές που συμμετέχουν σε δραστηριότητες Συνεχούς Εκπαίδευσης έχουν υψηλότερα ποσοστά εργασιακής ικανοποίησης, από αυτούς που δε συμμετέχουν. Σαν αποτέλεσμα υποδεικνύεται ότι οι νοσηλευτές πρέπει να διδαχτούν και να ενθαρρυνθούν ώστε να γίνουν δια βίου μαθητευόμενοι, για να μπορούν να απολαμβάνουν τα οφέλη από τη Σ.Ν.Ε. και επίσης να προσφέρουν ικανοποιητική και ποιοτική φροντίδα στους ασθενείς.
Η μελέτη της Caflin (2005), η οποία έγινε στην Αριζόνα της Αμερικής ,είχε ως σκοπό τον εντοπισμό των προτεραιοτήτων των νοσηλευτριών για συνεχιζόμενη μάθηση προκειμένου να προταθούν αποτελεσματικά προγράμματα συνεχούς εκπαίδευσης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι βελτιωμένη γνώση και δεξιότητες από τέτοια προγράμματα ωφελούν όχι μόνο το νοσηλευτικό προσωπικό αλλά και ολόκληρο το νοσηλευτικό ίδρυμα στο οποίο εργάζονται, αφού παρατηρήθηκε βελτίωση της ποιότητας ζωής και της υγείας των ασθενών, βελτίωση της χρήσης πόρων και μείωση των δαπανών. Στη ποσοτική αυτή μελέτη που συμμετείχαν 463 νοσηλευτές που εργάζονταν στο Veterans Affairs Medical Centre, διαπιστώθηκε ότι επενδύοντας στη νοσηλευτική εκπαίδευση δεν παρέχονται στους νοσηλευτές μόνο οι απαραίτητες πληροφορίες που χρειάζονται για τη πρακτική τους στο κλινικό χώρο, αλλά παρέχεται και βελτιωμένη εργασιακή ικανοποίηση και προσωπική ανάπτυξη τα οποία έχουν αναγνωριστεί ως σημαντικοί παράγοντες στο εργασιακό περιβάλλον.
Η μελέτη της Walsh και συνεργατών (2006) στο χώρο της παιδιατρικής νοσηλευτικής επεσήμανε την ανάγκη της συμμετοχής κλινικών νοσηλευτριών σε προγράμματα συνεχιζόμενης εκπαίδευσης. Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι ένα πρόγραμμα συνεχιζόμενης εκπαίδευσης που είχε σκοπό να αυξήσει τις δεξιότητες και να μεταβάλει τις στάσεις των νοσηλευτριών απέναντι στο πρόβλημα του πυρετού παιδιών, είχε σημαντικά οφέλη για τις 51 νοσηλεύτριες που συμμετείχαν σ’ αυτό το πρόγραμμα. Όχι μόνον αυξήθηκε και εμπλουτίστηκε η ελλιπής πρότερη γνώση αλλά και οι αρνητικές στάσεις και προκαταλήψεις που είχαν, μειώθηκαν αφού τους δόθηκε η ευκαιρία να ενημερωθούν και να εφαρμόσουν τις γνώσεις που ήταν προϊόν επιστημονικών ερευνών. Τονίζεται ότι είναι ουσιαστικό η κλινική πρακτική και η ‘on the job’ μάθηση και τα οφέλη που θα προκύψουν από τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση θα είναι ουσιαστικά μόνον αν πιο πέρα από την απόκτηση νέας γνώσης, τα προγράμματα επιτυγχάνουν να μεταβάλουν παρωχημένες αντιλήψεις, πεποιθήσεις και μεταβάλουν αρνητικές στάσεις.
Τα αποτελέσματα της ποιοτικής μελέτης Bee και συνεργατών (2005) σε μια σχετική με τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση έρευνα στα πλαίσια της ψυχιατρικής νοσηλευτικής φροντίδας η οποία έγινε σε 3 νοσοκομεία στην Αγγλία, έδειξαν ότι τα οφέλη για το νοσηλευτικό προσωπικό που συμμετείχε (n=61) σ’ αυτή την μελέτη ήταν πολλαπλά. Συνοπτικά, τα οφέλη που οι ίδιοι οι νοσηλευτές δήλωσαν ότι αποκόμισαν ήταν: απόκτηση σημαντικών γνώσεων αλλά και δεξιοτήτων, θετική αλλαγή στάσεων, αύξηση του ηθικού και προσωπική ανέλιξη. Όμως “παρά τα θετικά οφέλη που αποκόμισαν από το πρόγραμμα, οι νοσηλευτές εξέφρασαν μεγάλο βαθμό απαισιοδοξίας όσον αφορά την εφαρμογή/ υλοποίηση της νέας γνώσης και των δεξιοτήτων που αποκτήθηκαν” (Βee και συνεργάτες, 2005).
2.3.3 Περιεχόμενο Προγραμμάτων Συνεχιζόμενης Εκπαίδευσης-Διδακτικές Μέθοδοι-Μαθησιακές Διαδικασίες- Ανάγκες εκπαιδευομένων.
Η Turnbull (2004) τονίζει ότι τα Προγράμματα Συνεχιζόμενης Εκπαίδευσης πρέπει να έχουν ως κύριο στόχο, όχι απλώς την παροχή γνώσης αλλά να επιδιώκουν να αναπτύξουν την κριτική αναλυτική σκέψη και την ανάπτυξη αυτοκατευθυνόμενης μάθησης. Μέσα από τις κυκλικές διαδικασίες και τις διαδικασίες που επικεντρώνονται στην απευθείας λύση προβλημάτων οι εκπαιδευόμενοι νοσηλευτές μαθαίνουν να διερευνούν και να τεκμηριώνουν τις δικές τους αντιλήψεις και πεποιθήσεις στη βάση τεκμηριωμένων, κλινικών ευρημάτων. Οι εκπαιδευτές ενεργούν πιο πολύ ως υποκινητές. Προάγουν την ιδέα και την πρακτική του στοχασμού και βοηθούν τους εκπαιδευόμενους νοσηλευτές να προσεγγίζουν ένα θέμα με ελαστικό τρόπο σκέψης και όχι μονόπλευρα ή με μια και μόνο απόλυτη νοητική προσέγγιση.
Η Myer (1999) στις Ηνωμένες Πολιτείες περιγράφει διάφορα προγράμματα τα οποία αναπτύχθηκαν από διάφορα νοσηλευτικά ιδρύματα, των οποίων η αποτελεσματικότητα μετράται με βάση τα αποτελέσματα τους, δηλαδή το τι ακριβώς και πόσα έχουν μάθει οι συμμετέχοντες νοσηλευτές σ’ ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Στόχος των προγραμμάτων αυτών δεν είναι μόνο η γνωστική μάθηση, η απόκτηση τεχνικών δεξιοτήτων αλλά και το κατά πόσο η αποκτηθείσα μάθηση και οι δεξιοτεχνίες μεταφέρθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν αποτελεσματικά στην κλινική νοσηλευτική πρακτική. Δηλαδή απόδειξη της επιτυχίας ενός προγράμματος είναι η εφαρμογή της μάθησης στην κλινική πράξη.
Το διδακτικό υπόβαθρο για την εκμάθηση τεχνικών δεξιοτήτων και διαχείριση των ασθενών στο χώρο της εντατικής φροντίδας λαμβάνει χώρα στην τάξη, ενώ η εφαρμογή της γνώσης και των τεχνικών δεξιοτήτων επιτελούνται στο περιβάλλον της νοσηλευτικής πρακτικής, κάτω από την καθοδήγηση και επίβλεψη του διδακτικού και κλινικού νοσηλευτικού προσωπικού.
Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα αναθεωρείται και αναβαθμίζεται κάθε χρόνο έτσι ώστε να ανταποκρίνεται πιο καλά στις διαφορετικές ανάγκες και στυλ μάθησης των νοσηλευτών, καθώς και τις ανάγκες τους όπως ερμηνεύονται ή αξιολογούνται από τους ιδίους.
Για να είναι η μάθηση αποτελεσματική οι νοσηλευτές χρειάζονται επαρκή και συνεχή επανατροφοδότηση και παροχή πολλών ευκαιριών για να εφαρμόσουν νέες μαθησιακές διαδικασίες. Χρησιμοποιείται μια ποικιλία παιδαγωγικών μεθόδων, συμπεριλαμβανομένου ενός εξατομικευμένου συστήματος διδασκαλίας στην τάξη και στην κλινική εξάσκηση. Η χρήση της πληροφορικής και ευκαιρίες για συνεργασία μεταξύ των μαθητών είναι δύο άλλα μέτρα που ενισχύουν τη μαθησιακή διεργασία. Εφαρμόζεται δε, η Σωκρατική διδακτική μέθοδος όπου οι εκπαιδευόμενοι συμμετέχουν ενεργητικά στη διαδικασία της διδασκαλίας και μάθησης (Bove, 2001, Myer, 1999).
Οι συναντήσεις – συνεδριάσεις μετά από κάθε επιτηρούμενη κλινική νοσηλευτική εφαρμογή και άσκηση είναι απαραίτητα μέρος του προγράμματος συνεχιζόμενης εκπαίδευσης, αφού εκεί τα σημεία – κλειδιά ενισχύονται και η παροχή επανατροφοδότηση από τους επιβλέποντες εκπαιδευτές οδηγούν σε αναπροσαρμογές εκ μέρους των εκπαιδευομένων νοσηλευτών (Myer, 1999).
Μια ποσοτική έρευνα που έγινε από τους Dina G. et al. (2007), σε 3 μεγάλα νοσοκομεία της εθνικής υπηρεσίας υγείας στο Λονδίνο, με σκοπό να διερευνήσει την εμπειρία 451 ειδικευμένων νοσηλευτών σχετικά με τη δια βίου μάθηση έδειξε ότι ο αποτελεσματικότερος τρόπος παράδοσης εξαρτάται από τον τύπο εκμάθησης και τις ευκαιρίες που προσφέρει η δια βίου μάθηση. Τα μαθήματα πρέπει να ικανοποιούν τις ανάγκες και προτιμήσεις των νοσηλευτών και όχι να εξυπηρετούν την ευκολία των εκπαιδευτών. Η εκμάθηση στο χώρο εργασίας θεωρήθηκε από πολλούς νοσηλευτές εξ ίσου σημαντική όσο η εκμάθηση σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο. Οι νοσηλευτές διακρίνουν τη Σ.Ν.Ε. σε 2 κατηγορίες: τη Σ.Ν.Ε. με σκοπό τη βελτίωση της σταδιοδρομίας και της προσωπικής ανάπτυξης και τη Σ.Ν.Ε. που προορίζεται στο να ενημερώνει και να αναπτύσσει καινούριες γνώσεις και δεξιότητες. Αρνητικό σε αυτή τη μελέτη κρίνεται η αμφισβήτηση των ευκαιριών για απόκτηση νέων δεξιοτήτων, αφού απαιτεί χρόνο από τις προσωπικές δουλειές και τις οικογένειες των νοσηλευτών.
Η μελέτη Glen (2004) διερεύνησε την πρακτική εκπαίδευση των νοσηλευτών στην Αγγλία: Τονίζεται ότι σε κάθε εκπαιδευτικό πρόγραμμα θα πρέπει να δίνεται έμφαση στο πως να διευκολύνεται η μάθηση, η μαθησιακή διαδικασία όχι μόνο η παραδοσιακή εκπαίδευση, διδασκαλία και εξάσκηση. Η νοσηλευτική εκπαίδευση σε όλα τα επίπεδα της πρέπει να είναι πλήρως ενσωματωμένη στην πρακτική της νοσηλευτικής. Αυτό απαιτεί ανάπτυξη υποδομής ανάμεσα στην υπηρεσία και την εκπαίδευση.
Ο Hravnak και συνεργάτες (2005) στην Αμερική επισημαίνουν και αυτοί την ανάγκη της κατάλληλης ενσωμάτωσης της γνώσης και των δεξιοτεχνιών που αποκτώνται μέσα από προγράμματα συνεχιζόμενης εκπαίδευσης, σε καταστάσεις κλινικής πρακτικής. Περιγράφει το πρόγραμμα που προσφέρεται από το Πανεπιστήμιο Pittsburg School of Nursing και επισημαίνει τις αναγκαίες γνωστικές και τεχνικές δεξιότητες που χρειάζεται να διδαχθούν και να αποκτηθούν από το νοσηλευτικό προσωπικό που εργάζεται σε μονάδες εντατικής νοσηλευτικής παρακολούθησης.
4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ – ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ - ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Το θέμα ‘ο ρόλος της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης’ στη Νοσηλευτική έχει απασχολήσει μεγάλο αριθμό μελετητών και σχετιζόμενων φορέων και οργανώσεων, και η διαδικασία της Σ.Ν.Ε. έχει αναγνωριστεί σαν σημαντικό κομμάτι της προσφοράς ποιοτικής νοσηλευτικής φροντίδας.
Αξιόλογοι επαγγελματικοί οργανισμοί όπως ο σύνδεσμος Αμερικανών Νοσηλευτών, ο βρετανικός σύνδεσμος νοσηλευτών κλπ υποστηρίζουν ότι η συνεχιζόμενη εκπαίδευση διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην προσωπική και επαγγελματική ανάπτυξη των νοσηλευτών, αφού συμβάλλει στην αύξηση της αυτοπεποίθησης τους, στην αύξηση και βελτίωση των γνώσεων τους και της εμπιστοσύνης τους στις ικανότητες τους να φροντίζουν τους ασθενείς, αλλά συμβάλλει και στην αύξηση της αίσθησης όσον αφορά τα επαγγελματικά προβλήματα.
Ωστόσο υπάρχουν εκείνοι οι φορείς και άλλα σχετικά άτομα που αντιτίθενται στην υποχρεωτική συνεχιζόμενη εκπαίδευση μια πρακτική που εφαρμόζεται σε πολλές πολιτείες των Ηνωμένων Πολιτειών και οι οποίοι επιμένουν ότι δεν υπάρχουν επιστημονικές μελέτες οι οποίες να αποδεικνύουν ότι αλλαγές στην νοσηλευτική πρακτική επέρχονται ως αποτέλεσμα εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων (Russell, 2004).
Τα αποτελέσματα και τα ευρήματα των πρόσφατων ερευνών για το ρόλο της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης στη νοσηλευτική συγκλίνουν και συμφωνούν μεταξύ τους ότι κάτω από κατάλληλες συνθήκες η συνεχιζόμενη εκπαίδευση συμβάλλει στην προαγωγή της νοσηλευτής πρακτικής, στη προσωπική και επαγγελματική ανάπτυξη των νοσηλευτών, και στην αύξηση του κύρους του νοσηλευτικού επαγγέλματος. Έχει γίνει κατανοητό ότι η εκπαίδευση δε σταματά με τη λήψη του πτυχίου, αλλά συνεχίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής, με τον εμπλουτισμό των γνώσεων για αντιμετώπιση των προκλήσεων της εποχής.
Η αποτελεσματικότητα της Σ.Ν.Ε. έχει τεκμηριωθεί και τα διάφορα οφέλη που παρέχει στο νοσηλευτικό προσωπικό, έχουν εντοπιστεί μέσα από πρόσφατες έρευνες, ανεξάρτητα σε ποιο τμήμα εργάζεται, μονάδες εντατικής παρακολούθησης, χειρουργικό, γενικά παθολογικά τμήματα, ψυχιατρικά τμήματα κλπ.
Οι επιταγές της σύγχρονης κοινωνίας, οι απαιτήσεις του κοινού για παροχή υψηλής ποιότητας νοσηλευτική φροντίδας, και οι ραγδαίες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις στο χώρο της δημόσιας υγείας απαιτούν και από τη Νοσηλευτική υψηλό επίπεδο γνώσεων, αναβαθμισμένες δεξιοτεχνίες και μάλιστα αποδεδειγμένη επικαιρότητα γνώσεων σε βάθος χρόνου. Απάντηση σ’ αυτή τη νέα διάσταση, σύμφωνα με τον Kersatitis (1997) δεν είναι άλλη από τη συνεχιζόμενη και εκπαίδευση, τη δια βίου μάθηση.
Το κύρος ενός επιστημονικού κλάδου, μιας επιστήμης όπως είναι η Νοσηλευτική, εξαρτάται από την ικανότητα των μελών του να αποδεικνύουν διαρκώς τη γνώση, τη δεξιοτεχνία, την επικαιρότητα και την εγκυρότητα, πράγμα που επιτυγχάνεται μέσα από τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση αλλαγή και την εμπλοκή των μελών του στην έρευνα. Εκείνος ο επαγγελματικός κλάδος, εκείνη η επιστήμη που δεν διαθέτη τα ερευνητικά μέσα, την ερευνητική δεξιοτεχνία να αξιολογήσει η ίδια τα αποτελέσματα του έργου της, τη συνεισφορά, δύσκολα μπορεί να επιβιώσει.
Οι επαγγελματικοί σύνδεσμοι, τα νοσηλευτικά ιδρύματα, αλλά και ο κάθε επαγγελματίας νοσηλευτής πρέπει να αντιληφθούν ότι η Σ.Ν.Ε. αποτελεί το μέσο αναβάθμισης και διατήρησης του κύρους ενός επιστημονικού κλάδου, όπως η Νοσηλευτική που έχει την ευθύνη να προσφέρει εξειδικευμένες και επιστημονικά τεκμηριωμένες υπηρεσίες και επαγγελματισμό στο άτομο, την κοινότητα και γενικότερα στη κοινωνία.
Η συμμετοχή των νοσηλευτών σε έρευνες, η ανάληψη από αυτούς ερευνών πάνω σε νοσηλευτικά θέματα, η προβολή απ’ αυτούς της σημασίας και της αξίας των επιστημονικά πιστοποιημένων δεδομένων και σαν βάση για τη νοσηλευτική πρακτική, είναι ανάγκες που χρειάζονται περαιτέρω προώθηση και ενίσχυση.
Τα καλά δομημένα προγράμματα συνεχιζόμενης εκπαίδευσης τα οποία οργανώνονται και παρέχονται στη βάση των εκπαιδευτικών αναγκών του κάθε επαγγελματία νοσηλευτή αλλά και του κλάδου και τμήματος στο οποίο εργάζεται, (και όχι των εκπαιδευτών) αποτελούν επιτακτική ανάγκη. Επιπρόσθετα σημειώνεται η αξία και η αποτελεσματικότητα προγραμμάτων συνεχιζόμενης εκπαίδευσης στα οποία η ενεργητική συμμετοχή των εκπαιδευομένων νοσηλευτών και η καθοδηγούμενη συμμετοχή αποτελεί ουσιαστικό συστατικό. Έτσι ο νοσηλευτής θα αποκτήσει τη γνώση και ικανότητα να ανακαλύπτει, να ερμηνεύει, να κρίνει τα ερευνητικά ευρήματα και ακολούθως να αλλάξει το περιβάλλον της πρακτικής προ το καλύτερο δυνατό τρόπο.
Μόνο με τα οφέλη από τη διαδικασία της Σ.Ν.Ε θα επιτευχθεί το υψηλό επίπεδο φροντίδας που έχουν δικαίωμα να απολαμβάνουν όλοι οι άνθρωποι στη σύγχρονη κοινωνία, και μόνο έτσι οι νοσηλευτές θα μπορούν να ανταποκριθούν στις συνεχώς αυξανόμενες απαιτήσεις και θα αισθάνονται ασφαλείς και ικανοποιημένοι από την εργασία τους.
Εν κατακλείδι όλες οι μελέτες που εντοπίστηκαν έχουν θετικά αποτελέσματα ως προς την αναγκαιότητα της Σ.Ν.Ε. Παραμένουν όμως ερωτηματικά στον τρόπο εφαρμογής της στάσης και της γνώσης που αποκτάται, στην κλινική πράξη. Πιστεύεται ότι οι προτάσεις όλων των ερευνητών για αναβάθμιση της ποιότητας στην προσφορά Νοσηλευτική φροντίδας θα πρέπει να μην μένουν στα λόγια, αλλά να εφαρμόζονται. Γι' αυτό και πρέπει να παρέχονται κίνητρα και διευκολύνσεις για εφαρμογή της Σ.Ν.Ε. από τη θεωρίας στην πράξη, με κύριο στόχο την προσφορά αναβαθμισμένης Νοσηλευτικής φροντίδας και φυσικά φροντίδας προσανατολισμένης στην έρευνα.
Τελειώνοντας να αναφέρουμε τη φράση του αρχαίου έλληνα φιλόσοφου Σωκράτη ΄΄ γηράσκω αεί διδασκόμενος ΄΄.